- μειρακίσκη
- μειρακίσκη, ἡ (Α) [μείραξ]1. μικρό κορίτσι, κοριτσάκι2. (ειρωνικά) κοριτσόπουλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειρακίσκη — little girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκην — μειρακίσκη little girl fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκης — μειρακίσκη little girl fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek